- ανασκολόπισις
- (-εως) η , ανασκολόπισμα τό , ανασκολόπισμός ο сажание на кол (казнь)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνασκολοπίσει — ἀνασκολόπισις impaling fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνασκολοπίσεϊ , ἀνασκολόπισις impaling fem dat sg (epic) ἀνασκολόπισις impaling fem dat sg (attic ionic) ἀνασκολοπίζω fix on a pole aor subj act 3rd sg (epic) ἀνασκολοπίζω fix on a pole fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκολόπισιν — ἀνασκολόπισις impaling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασκολόπιση — η (Α ἀνασκολόπισις) παλούκωμα … Dictionary of Greek
ἀνασκολοπίσεως — ἀνασκολοπίσεω̆ς , ἀνασκολόπισις impaling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)